Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

boat nail


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο boat παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: nail
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
boat n (vessel) (μικρό όχημα)βάρκα ουσ θηλ
  (επίσημο)λέμβος ουσ θηλ
  (με μηχανή, για ψάρεμα)καΐκι ουσ ουδ
 Jay likes to watch the boats on the lake.
 Στον Τζέι αρέσει να κοιτάζει τις βάρκες στη λίμνη.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αναζητείται μια πράσινη λέμβος με δύο άτομα, που εξαφανίστηκαν χωρίς ίχνος την περασμένη εβδομάδα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το καΐκι του παππού μου μύριζε ψάρια και θάλασσα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
boat,
go boating
vi
(travel by boat)κάνω βαρκάδα, βγαίνω βαρκάδα περίφρ
  βγαίνω με τη βάρκα περίφρ
  (συγκεκριμένος προορισμός)πάω με τη βάρκα περίφρ
 Sam likes to boat off the cape during his summer vacations.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
banana boat n (banana-shaped inflatable) (μτφ: ρυμουλκούμενο φουσκωτό)μπανάνα ουσ θηλ
banana boat n (cargo ship carrying bananas) (φορτηγό πλοίο)πλοίο που μεταφέρει μπανάνες περίφρ
  (μεταφορικά)μπανανάδικο ουσ ουδ
boat builder n ([sb] who constructs boats)ναυπηγός ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)κατασκευαστής σκαφών περίφρ
 A boat builder spends hours sanding wood.
boat charter n (act of hiring a water craft)ενοικίαση βάρκας περίφρ
  ενοικίαση σκάφους περίφρ
Σχόλιο: Η απόδοση εξαρτάται από το είδος του σκάφους και μπορεί να τροποποιηθεί κατά περίπτωση.
boat charter n (rental of a water craft)ενοικίαση βάρκας περίφρ
  ενοικίαση σκάφους περίφρ
Σχόλιο: Η απόδοση εξαρτάται από το είδος του σκάφους και μπορεί να τροποποιηθεί κατά περίπτωση.
boat deck n (nautical)μη διαθέσιμη μετάφραση
boat graveyard n (for old boats) (μεταφορικά)νεκροταφείο πλοίων περίφρ
boat race n (rowing competition)αγώνας κωπηλασίας φρ ως ουσ αρσ
 The Ghent Student Regatta is a boat race for students.
the Boat Race n UK (Oxford-Cambridge competition)αγώνας κωπηλασίας μεταξύ των φοιτητών των πανεπιστημίων του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Oxford won the Boat Race last year.
boat race n UK, regional, slang (Cockney rhyming slang: face)πρόσωπο ουσ ουδ
 I've got a joke that will put a smile on your boat race.
boat rental n (act of hiring a water craft)ενοικίαση βάρκας περίφρ
  ενοικίαση σκάφους περίφρ
boat rental n (rental of a water craft)ενοικίαση βάρκας περίφρ
  ενοικίαση σκάφους περίφρ
boat ride n (trip or outing in a water craft)βόλτα με βάρκα περίφρ
  (μόνο για βάρκα)βαρκάδα ουσ θηλ
  βόλτα με σκάφος περίφρ
Σχόλιο: Η επιλογή της απόδοσης γίνεται με βάση το είδος του σκάφους και μπορεί να τροποιηθεί ανάλογα.
 We went for a boat ride out to the island.
boat show n (exhibition of boats)ναυτικό σαλόνι φρ ως ουσ ουδ
 This year, the boat show will feature antique wooden vessels.
boat slip n (nautical: ramp) (καθομιλουμένη)γλίστρα ουσ θηλ
  ράμπα ουσ θηλ
  ράμπα καθέλκυσης-ανέλκυσης περίφρ
boat trip n (excursion on water)εκδρομή με σκάφος περίφρ
  ταξίδι με σκάφος περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 In Paris, we took a boat trip along the Seine.
canal boat n (vessel used on waterways)σκάφος για ναυσιπλοΐα σε κανάλι φρ ως ουσ ουδ
  (για ποτάμι)ποταμόπλοιο ουσ ουδ
couta,
couta boat
n
(fishing boat: Australia)είδος αυστραλιανού σκάφους
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
don't rock the boat interj figurative (do not cause trouble) (μεταφορικά)μην ταράζεις τα νερά έκφρ
 The arrangements are already made, so don't rock the boat.
 Τα πράγματα έχουν κανονιστεί επομένως μην ταράζεις τα νερά.
ferry boat n (passenger boat on a short route)φέριμποτ ουσ ουδ
Σχόλιο: ξενικό, άκλιτο
 Ferry boats are the common mode of public transportation in Venice.
fishing boat n (vessel: for fishing)ψαρόβαρκα ουσ θηλ
  (επαγγελματικό ψάρεμα)καΐκι ουσ ουδ
  ψαρότρατα ουσ θηλ
gravy boat n (receptacle for pouring gravy)σαλτσιέρα ουσ θηλ
 In our house, we only use the gravy boat on very special occasions.
in the same boat expr figurative, informal (in a similar situation)στην ίδια θέση έκφρ
  (μεταφορικά)τραβάμε το ίδιο κουπί έκφρ
 If you're struggling to keep up with technology, don't feel bad; lots of us are in the same boat.
jet boat n (small boat)ταχύπλοο επίθ ως ουσ ουδ
miss the boat v expr figurative (lose your chance for [sth])χάνω την ευκαιρία έκφρ
  (μεταφορικά)πέταξε το πουλάκι έκφρ
 I should have asked Emily to the prom when I had the chance, but I've missed the boat; she's going with Luke now.
MTB n UK, initialism (Royal Navy: motor torpedo boat)μηχανοκίνητη τορπιλάκατος περίφρ
narrowboat,
narrow boat
n
UK (boat used on canals)βάρκα ουσ θηλ
  βάρκα για κανάλια φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Πρόκειται για στενή λέμβος που πλέει σε κανάλια.
paddle boat n (small boat with pedals)τροχήλατη βάρκα ουσ θηλ
  (μεταφορικά)ποδήλατο ουσ ουδ
pedal boat (recreational water vehicle)θαλάσσιο ποδήλατο επίθ + ουσ ουδ
rock the boat v expr figurative (cause trouble)προκαλώ αναταραχή ρ μ + ουσ θηλ
  (μεταφορικά)ταράζω τα νερά έκφρ
 Sam didn't dare to rock the boat by asking his boss for a pay raise.
rowing boat n (wooden boat with oars)βάρκα με κουπιά ουσ θηλ
sailboat,
sail boat (US),
sailing boat (UK)
n
(yacht, small vessel with a sail)ιστιοφόρο ουσ ουδ
 My dad took his new sailing boat out on the lake today for the first time.
 From our window we watched sailboats in the harbor.
sauce boat,
sauceboat
n
(vessel for pouring sauce)σαλτσιέρα ουσ θηλ
 The maid placed a sauce boat on the dining table.
 A sauce boat is pretty but it never keeps the gravy as hot as a jug does.
ski boat n (speedboat used to pull waterskiers)σκάφος για θαλάσσιο σκι, ταχύπλοο για θαλάσσιο σκι περίφρ
Σχόλιο: Αν δεν απαιτείται απόλυτη ακρίβεια, αποδίδεται ως ταχύπλοο, σκάφος, κλπ.
trailer,
boat trailer
n
(trailer for transporting a boat)τρέιλερ ουσ ουδ άκλ
 The car was towing a boat on a trailer.
tug,
tugboat,
tug-boat
n
(small boat for pulling or pushing ships)ρυμουλκό ουσ ουδ
 A tug was crossing the river.
 Ένα ρυμουλκό διέσχιζε το ποτάμι.
U-boat n (German submarine)υποβρύχιο ουσ ουδ
  (κατά λέξη)γερμανικό στρατιωτικό υποβρύχιο
Whatever floats your boat. expr slang, figurative (OK, whatever you'd like.)Όπως επιθυμείς. έκφρ
  Ό,τι νομίζεις. έκφρ
  (καθομιλουμένη)Όπως τη βρίσκει κανείς. έκφρ
 "I'd like to learn how to speak Japanese." "Whatever floats your boat."
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση boat nail στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «boat nail».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!